- σεκοντάρω
- Νβλ. σεγκοντάρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεγκοντάρω — και σεκοντάρω και σιγοντάρω Ν 1. κάνω τη δεύτερη φωνή κατά την εκτέλεση ενός τραγουδιού, κάνω σεγκόντο 2. συνεκδ. βοηθώ, υποστηρίζω κάποιον σε μια άποψη ή ενέργειά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. secondare (βλ. λ. σεγκόντο)] … Dictionary of Greek